Την είχε δει πρώτη φορά πριν λίγες μέρες. Οι κουβέντες που αντάλλαξαν στερεοτυπικές και βαρετές, όπως όταν πιάνεσαι στον ύπνο, εκείνη κρατώντας μία Quöllfrisch κι εκείνος ένα τσιγάρο. Ακόμα και σήμερα δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που πρώτο τράβηξε την προσοχή του· τα κατσαρά ξανθά μαλλιά, το ανέμελα διαπεραστικό βλέμμα ή η αλήτικη αύρα σε κάθε της κίνηση*; Δεν έχει σημασία, διέκοψε απότομα τις σκέψεις του. Όλα συνέβησαν σε μια στιγμή από εκείνες που δεν θέλει να ξεχάσει ποτέ του. Μία στιγμή συμπυκνωμένης ευτυχίας που ίσως απλωθεί στο μέλλον ή μία γλυκιά κατάρα. Δεν ξέρει ακόμα και αυτό τού μουδιάζει το μυαλό.
Και να που σήμερα μέσα στο πλήθος αναγνώρισε αυτά τα κατσαρά μαλλιά και ένιωσε το σάλιο του να τού γδέρνει το λαιμό. Η απόφαση της στιγμής για μάχη εκδηλώθηκε πολύ αυθόρμητα. Ίσως έφταιγαν τα στοιχειωμένα του όνειρα και ας μη τα θυμόταν καλά, σκέφτηκε και πάλι. Το σίγουρο είναι ότι προχθές που ονειροπολούσε, χαζεύοντας κάτι άσπρα σύννεφα ρουφώντας τον καπνό του, την είδε μπροστά του να του χαμογελάει και αυτό ήταν αρκετό να του φτιάξει το υπόλοιπο μίας κατά τα άλλα τελείως αδιάφορης μέρας.
Η μέρα κυλούσε και δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Φοβάται ακόμα τη φωτιά που καίει μέσα σε τέτοια μάτια. Κοιτούσε μόνο στα κλεφτά τα χέρια και τα μαλλιά της, όταν κάτι τής αποσπούσε την προσοχή. Το μυαλό του αδιάκοπα έφτιαχνε εικόνες, γεύσεις και μυρωδιές που, το ήξερε, μάταια προσπαθούσε να κοιμίσει. Την πιο ωραία στιγμή που του χάρισε η μέρα ήταν όταν εκείνη αφαιρέθηκε κοιτώντας εξονυχιστικά τον αστράγαλό του· τότε βρήκε την ευκαιρία να θαυμάσει το μεγαλείο που ήταν καθιστό μπροστά του. Και είδε το κοκαλάκι στον ώμο, τις φλέβες στα χέρια, το αφυδατωμένο δέρμα στις γάμπες της και ένιωσε αληθινός. Ήθελε να φωνάξει «Σε θέλω!», αλλά ο χείμαρρος των σκέψεών του έπνιξαν τις λέξεις του. Μετά από λίγο χαιρετήθηκαν και έφυγαν χωρίς να δώσουν ραντεβού, γιατί, στην πραγματικότητα, ήξεραν ότι θα ξαναβρεθούν σύντομα.
* Giana Factory – Heart thief